υφαιρώ

υφαιρώ
(ε) (αόρ. υφήρεσα) μετ.
1) юр. красть, похищать (имущество в ущерб другим наследникам или компаньонам); 2) делать скидку (за досрочное погашение долга)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υφαιρώ" в других словарях:

  • υφαιρώ — ὑφαιρῶ, έω, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑπαιρέω, Α [αἱρῶ] 1. αποσπώ κάτι κρυφά και επιτήδεια, υποκλέπτω, λαθροχειρώ 2. αφαιρώ ένα ποσόν από το σύνολο στο οποίο ανήκει, μειώνω την αξία ή την ποσότητα ενός όλου αρχ. 1. κυριεύω κάποιον εσωτερικά («τοὺς δ ἄρ ὑπὸ …   Dictionary of Greek

  • ὑφαιρῶ — ὑφαιρέω serze underneath pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑφαιρέω serze underneath pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑφαιρέω serze underneath pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑφαιρέω serze underneath pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προϋφαιρώ — έω, Α υποκλέπτω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑφαιρῶ «αφαιρώ κρυφά, κλέβω»] …   Dictionary of Greek

  • συνυφαιρούμαι — έομαι, A αφαιρώ κάτι κρυφά μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑφαιρῶ, οῦμαι «αφαιρώ κρυφά, κλέβω»] …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπαιρώ — έω, Α ιων. τ. βλ. υφαιρώ …   Dictionary of Greek

  • υφαίρεση — Το ποσό κατά το οποίο μειώνεται ένα χρέος όταν εξοφληθεί πριν από την προθεσμία του. Πολλές φορές οι έμποροι δεν πληρώνουν σε μετρητά όλα τα εμπορεύματα που αγοράζουν. Πληρώνουν ένα μόνο μέρος, και για τα άλλα συντάσσουν ειδικό έντυπο που τους… …   Dictionary of Greek

  • υφαιρέτρια — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μαῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαιρῶ + κατάλ. τρια (πρβλ. εὑρέ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • υφειλήτης — ὁ, Μ αυτός που αφαιρεί κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαιρῶ (πρβλ. αόρ. β ὑφεῖλ ον) + κατάλ. η της (πρβλ. πλαν ή της)] …   Dictionary of Greek

  • υφειλμός — ὁ, ΜΑ υφαίρεση, λαθροχειρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαιρῶ (πρβλ. αόρ. β ὑφεῖλ ον) + κατάλ. μός] …   Dictionary of Greek

  • φιλήτης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων από την Ήπειρο. 1. Αναστάσιος (Ζίτσα 1793 – Βουκουρέστι 1883). Αφού σπούδασε νομικά στην Πίζα, χρημάτισε δικηγόρος στο Βουκουρέστι από το 1832 έως τον θάνατό του. Με διαθήκη παραχώρησε την περιουσία του στον Σύλλογο για τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»